εξώγαμος

εξώγαμος
-η, ο [γάμος]
(για παιδί) αυτός τού οποίου οι γονείς δεν έχουν συνάψει γάμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξώγαμος — η, ο που γεννήθηκε εκτός γάμου, δηλ. όχι από νόμιμη συμβίωση, νόθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • αποκήρυξη — Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει τη διαδικασία με την οποία μπορεί ο σύζυγος να αποκηρύξει το παιδί που γέννησε η σύζυγός του, αποδεικνύοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν αδύνατον να έχει συλλάβει από αυτόν. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • κρυψίγαμος — η, ο αυτός που έκανε κρυφό γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + γάμος (< γαμῶ), πρβλ. ά γαμος, εξώγαμος] …   Dictionary of Greek

  • νατουράλες — και νατουράλε και νετουράλε, ὁ, ἡ, τὸ (Μ) 1. εξώγαμος, νόθος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νατουράλες ο νόθος γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. naturale «νόθος», ίσως ευφημιστικώς] …   Dictionary of Greek

  • Ουνυάδης, Ιωάννης — (Janos Hunyady, 1387 – 1456). Βασιλιάς της Ουγγαρίας. Εξώγαμος γιος του βασιλιά Σιγισμούνδου, πολέμησε στο πλευρό του πατέρα του εναντίον των επαναστατών Ουσιτών (1420), εναντίον των Τούρκων που είχαν εισβάλει στην Τρανσυλβανία (1437) και… …   Dictionary of Greek

  • νόθος, -α — και η, ο 1. αυτός που γεννιέται από γονείς που δεν είναι νόμιμο ζευγάρι, αλλ. εξώγαμος, μπάσταρδος: Νόθο παιδί. 2. πλαστός, ψεύτικος, κάλπικος: Νόθο σύγγραμμα. 3. μτφ., ασταθής, ανώμαλος, άστατος: Νόθα κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”